...Σκέψεις και συναισθήματα, κέρασμα στον ταξιδιώτη...

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

J.R.R. Tolkien Η ιστορία των παιδιών του Χούριν

Όλοι σίγουρα ξέρουμε για την ταινία Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, και τα ομότιτλα βιβλία φυσικά. Υπάρχουν όμως ιστορίες που διαδραματίζονται σε πιο παλιές εποχές, σύμφωνα με τον κόσμο της Μέσης Γης, που έχει δημιουργήσει ο John Ronald Reuel Tolkien . Μια από αυτές τις ιστορίες είναι και τούτη .

Περιγράφει την τραγωδία του Τούριν και της Νιένορ, που διαδραματίζεται κάτω από τον κλοιό του Σκοτεινού Άρχοντα, Μόργκοθ και του πολέμου που ξεκίνησε ενάντια σε ξωτικά και ανθρώπους!
Τα δύο αυτά παιδιά, ζουν μια έντονη και παθιασμένη ζωή, που ένα τραγικό τέλος τα περιμένει. Κι όλα αυτά ,εξαιτίας μιας κατάρας που έριξε ο Σκοτεινός Άρχοντας στον Χούριν, και καταράστηκε όλη του την οικογένεια...

Λοιπόν, να η αρχή της ιστορίας:
ΝΑΡΝ-ΙΝ-ΧΟΥΡΙΝ
Η ιστορία των παιδιών του Χούριν




Η παιδική ηλικία του Τούριν:
Ο Χάντορ ο Χρυσομάλλης, ήταν, άρχοντας των Εντάιν, και ιδιαίτερα αγαπητός στους Έλνταρ.
Έζησε όλη του τη ζωή κάτω απ την εξουσία του Φίνγκολφιν που του παραχώρησε μεγάλες εκτάσεις σε εκείνη την περιοχή του Χιθλούμ που λεγόταν Ντορ-Λομιν. Η κόρη του, Γκλορέδελ, παντρεύτηκε τον Χαλντίρ γιο του Χάλμιρ, άρχοντα των ανθρώπων του Μπρέθιλ.
Με την ίδια τελετή παντρεύτηκε ο γιος του, ο Γκαλντόρ ο Υψηλός τη Χαρέθ, κόρη του Χάλμιρ.
Ο Γκαλντόρ και η Χαρέθ έκαναν 2 γιους τον Χούριν και τον Χουόρ. Ο Χούριν ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος, αλλά είχε μικρότερο ανάστημα από τους άντρες της φυλής του. Σε αυτό είχε μοιάσει στο σόι της μητέρας του, αλλά σ' όλα τα άλλα, ήταν σαν τον παππού του τον Χάντορ, με όμορφη όψη και χρυσά μαλλιά, γερός στο σώμα και με δυνατή θέληση.
Από όλους τους ανθρώπους του Βορρά ήταν αυτός που ήξερε περισσότερο τα σχέδια των Νόλντορ.

Ο αδερφός του ο Χουόρ ήταν ψηλός, ο ψηλότερος από όλους τους Εντάιν με μόνο ψηλότερο τον γιο του τον Τουόρ, και γρήγορος δρομέας.
Αν όμως ο αγώνας δρόμου ήταν μακρύς και δύσκολος, ο Χούριν ήταν αυτός που έβγαινε πρώτος, γιατί έτρεχε στο τέλος του δρόμου το ίδιο δυνατά όσο και στην αρχή. Ανάμεσα στα αδέρφια υπήρχε μεγάλη αγάπη και σπάνια χωρίζονταν ο ένας τον άλλον όσο ήταν νέοι.
Ο Χούριν παντρεύτηκε την Μοργουέν την κόρη του Μπαράγκουντ, γιου του Μπρέγκολας του οικου του Μπέορ, η οποία είχε στενή συγγένεια με τον Μπέρεν τον Μονόχειρα.
Η Μοργουέν ήταν ψηλή με μαύρα μαλλιά και η ματιά της τόσο φωτεινή και η ομορφιά του προσώπου της τόσο έντονη που οι άνθρωποι την ονόμαζαν Ελέδγουεν (ξωτικόμορφη σημαίνει). Ο χαρακτήρας της όμως ήταν αυστηρός και περήφανος. Οι δυστυχίες του οίκου του Μπεόρ την έθλιβαν κατάκαρδα γιατί ήρθε πρόσφυγας στο Ντορ-Λομιν από το Ντορθόνιον μετά την καταστροφή της Μπραγκολάχ. (Νταγκόρ Μπραγκολάχ, είναι η Μάχη της Ξαφνικής Φλόγας, που περιγράφει το Σιλμαρίλιον).
Τούριν, ήταν το όνομα του πρώτου παιδιού του Χούριν και της Μοργουέν και γεννήθηκε την χρονιά που ο Μπέρεν ήρθε στο Ντοριάθ και βρήκε την Λούθιεν Τινουβιέλ (Αηδόνι, Κόρη του Λυκόφωτος λουλουδιού), την κόρη του Θίνγκολ . Η Μοργουέν χάρισε και μια κόρη στον Χούριν, που την ονόμασαν Ούργουεν, την έλεγαν ομως και Λαλάϊθ, που σημαίνει Γέλιο, όσοι την γνώρισαν στην σύντομη ζωή της.
Ο Χουόρ παντρεύτηκε την Ριαν, την ξαδέρφη της Μοργουέν, που ήταν κόρη του Μπελέγκουντ, γιου του Μπρέγκολας. Σκληρή ήταν η μοίρα της να γεννηθεί σε τέτοιους καιρούς, γιατί είχε ευγενική καρδιά, και δεν αγαπούσε ούτε το κυνήγι ούτε τον πόλεμο. Αγαπούσε τα δέντρα και τα λουλούδια της εξοχής και τραγουδούσε και έφτιαχνε τραγούδια. Μόνο δυο μήνες ηταν παντρεμένη με τον Χουόρ οταν αυτός πηγε με τον αδερφό τους στην Νιρναέθ Αρνοέντιαντ (Μάχη των αμέτρητων δακρύων) και δεν τον ξαναείδαν ποτέ πια.!
Τα χρόνια που ακολούθησαν την Νταγκόρ Μπραγκολάχ (η οποία είχε γίνει πριν την Νίρναεθ Αρνοέντιαντ) και την πτώση του Φινγκόλφιν, ο φοβος του Μόργκοθ μεγάλωνε. Αλλα τον τετρακοσιοστό εξηκοστό ένατο χρόνο, μετά την επιστροφή, των Νολντόρ στην Μέση Γη, οι ελπίδες των ξωτικών, και των ανθρώπων αναπτερώθηκαν...
Ανάμεσά τους, κυκλοφορούσαν φήμες για τα κατορθώματα του Μπέρεν και της Λούθιεν, που ντρόπιασαν τον Μόργκοθ, στον ιδιο του τον θρόνο στην Άνγκμπαντ.!
Και κάποιοι έλεγαν, οτι ο Μπέρεν και η Λούθιεν, ζούσαν ακόμα, ή είχαν γυρίσει πίσω απ' τους νεκρούς. Εκείνη την χρονιά επίσης, ολοκληρώθηκαν τα σχέδια του Μάεδρος, και με την αφύπνιση των Έλνταρ και των Εντάιν η προώθηση του Μόργκοθ ανακόπηκε, και οι Ορκ εκδιώχτηκαν απο το Μπελέριαντ. τότε μερικοί άρχισαν να μιλάνε για τις νικες που θα έρχονταν, και για την εκδίκηση της Μάχης Μπράγκολαχ, τότε που ο Μάεδρος θα έμπαινε επικεφαλής των ενωμένων στρατιών και θα απωθούσε τον Μόργκοθ στα υπόγεια του, και θα σφράγιζε τις Πύλες για την Άνγκμπαντ.!

Οι πιο σοφοί ομως, εξακολουθούσαν να είναι ανήσυχοι, γιατί ο Μάεδρος φανέρωσε την αυξανόμενη δύναμή του, πολυ νωρίς. Κι ετσι ο Μόργκοθ θα είχε αρκετό καιρό στην διάθεσή του, για να καταστρώσει σχέδια εναντίον του. Κάποιο καινούριο κακό θα μας φανερώσει απ' τον Βορρά η Άνγκμπαντ, που δεν το φαντάζονται ούτε ξωτικά, μήτε οι άνθρωποι έλεγαν.!
Και το φθινόπωρο της χρονιάς εκείνης, αποδείχτηκαν αληθινά τα λόγια τους, ήρθε ένας κακός άνεμος από τον Βορρά, κάτω από μολυβένιους ουρανούς. Τον είπαν η Κακιά Ανάσα, γιατί έφερνε αρρώστια. Πολλοί αρρώστησαν, και πέθαναν στο τέλος στου χρόνου, στις βόρειες περιοχές που συνόρευαν με τον Ανφάουγκλιθ, κυρίως παιδιά ή έφηβοι, στα σπίτια των ανθρώπων.!

Εκείνη την χρονιά, στην αρχή της άνοιξης ο Τούριν, ο γιος του Χούριν ήταν μόλις πέντε χρόνων, και η αδερφή του η Ούργουεν τριών.Τα μαλλιά της ηταν σαν τα κίτρινα κρινάκια στο γρασίδι, καθώς έτρεχε στα χωράφια, και το γέλιο της ήταν σαν τη φωνή του χαρούμενου ποταμού, που κατέβαινε τραγουδώντας απ' τους λόφους, και περνούσε πλάι απ' το σπίτι του πατέρα της.
Το έλεγαν Νεν Λαλάϊθ, κι ετσι φώναζαν και την Ούργουεν, όλοι όσοι ζούσαν στο σπιτι. Λαλάϊθ, και η καρδιά τους αναγάλλιαζε όταν ήταν ανάμεσά τους.!
Ο Τούριν όμως, ήταν λιγότερο αγαπητός. Είχε μαύρα μαλλιά, σαν τη μητέρα του, κι έδειχνε πως θα της έμοιαζε και στον χαρακτήρα. Αυτός, δεν ηταν χαρωπός, και μίλαγε λίγο. Αν και έμαθε να μιλά νωρίς, και πάντα έδειχνε μεγαλύτερος απ' τα χρόνια του.

Ο Τούριν, δύσκολα ξεχνουύσε μια αδικία ή ενα πείραγμα, η φωτιά του πατέρα του έκαιγε μέσα του, και φούντωνε ξαφνικά. Ήταν όμως, και επιρρεπής στον οίκτο, κι οι πόνοι και οι λύπες των ζωντανών πλασμάτων, μπορούσαν να του φέρουν δάκρυα. Και σ' αυτό, έμοιαζε στον πατέρα του, γιατί η Μοργουέν, ήταν το ίδιο αυστηρή με τους άλλους, οσο και με τον ίδιο της τον εαυτό. Αγαπούσε την μητέρα του, γιατί ο τρόπος που του μιλούσε, ήταν ίσιος και απλός. Τον πατέρα του τον Χούριν, τον έβλεπε λίγο, γιατί εκείνος έλειπε συχνά, και για πολύ καιρό απ' το σπίτι, με τον στρατό του Φίνγκον, που φρουρούσε τα ανατολικά σύνορα του Χιθλούμ, και όταν γύριζε τα γρήγορα λογια του, γεμάτα παράξενες λέξεις, αστεία κι υπονοούμενα, μπέρδευαν τον Τούριν και δεν ένιωθε άνετα.
Εκείνο τον καιρό, όλη η ζεστασιά της καρδιάς του, ήταν για την Λαλάϊθ την αδερφή του. Σπάνια έπαιζε μαζί της, και προτιμούσε να την προσέχει δίχως να φαίνεται, και να την παρακολουθεί να κινείται στα χορτάρια, ή κάτω από κάποιο δέντρο, τραγουδώντας τα τραγούδια που τα παιδιά των Εντάιν είχαν φτιάξει από πολύ παλιά, όταν η γλώσσα των ξωτικών ήταν ακόμα στα χείλη τους.
"Η Λαλάϊθ, είναι όμορφη σαν τα παιδιά των ξωτικών", έλεγε ο Χούριν στη Μοργουέν.
"Αλίμονο όμως, είναι πιο φευγαλέα! Και γιαυτό ίσως, ωραιότερη ή πιο αγαπητή".
Κι ο Τούριν, ακούγοντας τα λόγια αυτά προσπαθούσε να τα καταλάβει, μα δεν μπορούσε, γιατί δεν είχε δει παιδιά των ξωτικών.
Κανείς απ' τους Έλνταρ εκείνη την εποχή, δεν ζούσε στον τόπο του πατέρα του, και μόνο μια φορά τους ειχε δει, όταν ο βασιλέας Φίνγκον και πολλοί απ' τους άρχοντες του, διέσχισαν έφιπποι το Ντορ-Λομίν, και πέρασαν τη γέφυρα του Νεν Λαλάϊθ αστράφτοντας στα ασημένια και τα λευκά.
Αλλά, πριν περάσει ο χρόνος, φανερώθηκε η αλήθεια των λόγων του πατέρα του, η Κακιά Ανάσα ήρθε στο Ντορ-Λομίν, και ο Τούριν αρρώστησε, και για πολύ καιρό ψηνόταν ανάμεσα στον πυρετό, και τα σκοτεινά όνειρα. Όταν όμως έγινε καλά, γιατί αυτή ήταν η μοίρα του, και η δύναμη της ζωής που είχε μέσα του, αναζήτησε την Λαλάϊθ.

Η παραμάνα του όμως, απάντησε:
-Μη μιλάς για την Λαλάϊθ, γιε του Χούριν, αλλά για την αδερφή σου Ούργουεν, ρώτησε να σου πει η μητέρα σου.
Και οταν η Μοργουέν ήρθε, ο Τούριν της ειπε:
-Δεν είμαι πια άρρωστος, και θέλω να δω την Ούργουεν, γιατί όμως δεν πρέπει να την λεω πια Λαλάϊθ;
-Γιατί η Ούργουεν πέθανε, και το γέλιο έπαψε σε αυτό το σπίτι, απάντησε.
-Εσύ όμως, εξακολουθείς να ζεις, γιε της Μοργουέν, όπως κι ο Εχθρός που μας το έκανε αυτό.!
Δεν προσπάθησε να τον παρηγορήσει περισσότερο απ' οσο τον ίδιο της τον εαυτό, γιατί αντιμετώπιζε την λύπη της ψύχραιμα. Ο Τούριν όμως, φανέρωσε την λύπη του, και πήρε την άρπα του για να φτιάξει ενα θρηνητικό τραγούδι. Δεν το κατάφερνε, κι έσπασε την άρπα του.
Βγήκε έξω, και σήκωσε το χέρι του κατά τον Βορρά, φωνάζοντας:
-Χαλαστή της Μέσης-Γης, μακάρι να μπορούσα να σε δω πρόσωπο με πρόσωπο και να σε κατέστρεφα, όπως έκανε ο άρχοντάς μου ο Φίνγκον!

Ο Τούριν έκλαιγε πικρά μόνος τις νύχτες, αν και στην Μοργουέν, δεν ανάφερε ξανά το όνομα της αδερφής του. Σ' έναν φίλο μόνο κατέφευγε τότε, και σ'αυτόν είπε τη λύπη του για το άδειο σπίτι. Τον φίλο του, τον ελεγαν Σαντόρ, ήταν υπηρέτης του Χούριν, κούτσαινε και κανείς δεν τον υπολόγιζε.
Ήταν ξυλοκόπος, κι από κακή τύχη ή λάθος χειρισμό του τσεκουριού του, είχε κόψει του δεξί του πόδι απ' τον αστράγαλο και κάτω, κι ετσι το ποδι ειχε κοντύνει. Ο Τούριν, τον φώναζε Λαμπαντάλ, που σήμαινε Κουτσάκος. Το παρατσούκλι δεν δυσαρεστούσε τον Σαντόρ, γιατι ο Τούριν του το 'χε δώσει από λύπη, κι οχι από περιφρόνηση. Ο Σαντόρ, δούλευε στους εξωτερικούς βοηθητικούς χώρους, κι έφτιαχνε ή επιδιόρθωνε μικροπράγματα που χρειάζονταν στο σπίτι, γιατί είχε ταλέντο να δουλεύει το ξύλο.
Ο Τούριν του 'φερνε οτι του 'λειπε για να μην κουράζεται το ποδι του, και μερικές φορές, του 'φερνε κρυφά και κάποιο εργαλείο ή κομμάτι ξύλο που δεν το πρόσεχε κανείς, αν πίστευε οτι μπορεί να το χρησιμοποιήσει ο φίλος του. Ο Σαντόρ τοτε χαμογελούσε, μα τον έβαζε να επιστρέφει τα δώρα στην θέση τους. Να δίνεις απλόχερα, μα να δίνεις μόνο απ' τα δικά σου, του έλεγε. Επιβράβευε όμως, όπως μπορούσε, την καλοσύνη του παιδιού, και του σκάλιζε μορφές ανθρώπων και ζώων. Πιο πολύ απ' όλα όμως ο Τούριν, ευχαριστιόταν με τις ιστορίες του Σαντόρ, γιατί τον καιρό της Μπραγκολάχ ήταν νέος, και τώρα αγαπούσε να αναθυμάται την εποχή που βρισκόταν στην ακμή του πριν σακατευτεί.
"Λένε πως ήταν σπουδαία μάχη, γιε του Χούριν, με φώναξαν απ' την δουλειά μου στο δάσος, γιατί εκείνη τη χρονιά υπήρχε ανάγκη. Όμως δεν έλαβα μέρος στην Μπραγκολάχ, αλλιώς μπορεί και να ειχα τραυματιστεί πιο τιμημένα. Φτάσαμε καθυστερημένα και το μόνο που φέραμε πίσω, ήταν το φέρετρο του παλιού άρχοντα, του Χαντόρ, που έπεσε ενω υπηρετούσε στην φρουρά του βασιλιά Φινγκόλφιν. Μετά απ' αυτό, πήγα στρατιωτικός, κι έμεινα στο Έιθελ Σίριον,το μεγάλο οχυρό των ξωτικό-βασιλιάδων για πολλα χρόνια. Έτσι μου φαίνεται τώρα, πως τα μονότονα χρόνια από τότε και μετά, δεν είχαν τίποτε που ν' αξίζει τον κόπο να θυμηθώ. Ήμουν στο Έιθελ Σίριον, όταν ο Μαύρος Βασιλιάς έκανε επίθεση, κι ο Γκάλντορ ο πατέρας του πατέρα σου, ήταν φρούραρχος εκεί στη θέση του βασιλιά.
Σκοτώθηκε σε κεινη την επίθεση, κι είδα τον πατέρα σου, να παίρνει τον τίτλο και την αρχηγία του, αν και μόλις είχε γίνει άντρας. Είχε φωτια μεσα του και το σπαθι έκαιγε στο χέρι του, λένε.!
Ακολουθώντας τον εμείς, πετάξαμε τους Ορκ στην άμμο, και απο τότες, δεν έχουν ξανατολμήσει να πλησιάσουν τα τείχη.  Αλίμονο όμως, μου 'φυγε η όρεξη για μάχες, γιατί είχα δει αρκετό αίμα να χύνεται και λαβωματιές.  Πήρα άδεια, να γυρίσω πίσω, στα δάση που λαχταρούσα. Κι εκει πήρα την δική μου λαβωματιά.  Γιατί ο άνθρωπος που προσπαθεί να ξεφύγει απ' αυτό που φοβάται, το μόνο που μπορεί να ανακαλύψει, είναι οτι έκοψε δρόμο για να το συναντήσει".!
Μ' αυτά τα λόγια, μιλούσε ο Σαντόρ στον Τούριν, καθώς αυτός μεγάλωνε. Κι ο Τούριν του έκανε πολλές ερωτήσεις, που ο Σαντόρ δυσκολευόταν να τις απαντήσει, και πίστευε πως, άλλοι πιο κοντινοί του, θα έπρεπε να τον διδάσκουν.
Και μια μέρα ο Τούριν του είπε:
-Ήταν στ' αλήθεια η Λαλάϊθ, σαν παιδι των ξωτικών; όπως είπε ο πατέρας μου. Και τι εννοούσε όταν είπε ότι ήταν φευγαλέα;
-Έμοιαζε πάρα πολύ, είπε ο Σαντόρ. Γιατί στα πρώτα τους χρόνια, τα παιδιά των ανθρώπων και των ξωτικών, μοιάζουν πολύ. Τα παιδιά των ανθρώπων όμως, μεγαλώνουν πιο γρήγορα, και η νεανική τους ηλικία φεύγει σύντομα, αυτή είν' η μοίρα τους.!

Τότε ο Τούριν ρώτησε: -Τι είναι η μοίρα;
-Όσο για την μοίρα των ανθρώπων, του απήντησε ο Σαντόρ, πρέπει να ρωτήσεις εκείνους που είναι πιο σοφοί απ' τον Λαμπαντάλ. Αλλά, όπως όλοι μπορούν να δουν, εμείς γρήγορα κουραζόμαστε και πεθαίνουμε, και από κακοτυχία μπορεί να βρούμε τον θάνατο ακόμα πιο νωρίς. Τα Ξωτικά όμως, δεν κουράζονται και δεν πεθαίνουν, εκτός κι αν τα βρει μεγάλο κακό. Από πληγές και ατυχήματα όμως, που τους ανθρώπους τους σκοτώνουν, αυτά μπορούν να γίνουν καλά, ακόμη κι αν τα σώματα τους σακατευτούν, ξαναγίνονται λένε. Όχι όμως και τα δικά μας.!

-Δηλαδή, η Λαλάϊθ δεν θα γυρίσει πίσω; είπε ο Τούριν. Που έχει πάει;
-Δεν θα γυρίσει πίσω, είπε ο Σαντόρ. Αλλά που έχει πάει κανείς δεν ξέρει, εγώ πάντως όχι...

(πηγή για τις εικόνες ο Ted Nasmith:
http://www.tednasmith.com )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Λογότυπο Αστραπής

zwani.com myspace graphic comments
Πατώντας

Εδώ

Θα λάβετε το λογότυπό μου
στο BLOG σας
Αστραπή