...Σκέψεις και συναισθήματα, κέρασμα στον ταξιδιώτη...

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

(Πειρατικες ελεγειες) Captain Alexander Constantin...



Δε χρειαζόμαστε πολλά, και δεν μπορούμε να ανάψουμε φωτιά. Ίσως φανερώσουμε έτσι την κρυψώνα μας. Δεν έχω σιγουριά για τον Μάθιου και τον Χάρι, Φοβάμαι πως μπορεί να μας προδώσουν. Ο ένας θέλει την κόρη του φούρναρη κι ο άλλος να γίνει πλούσιος. Αν μας καταδώσουν θα χουν πετύχει τον σκοπό τους...έτσι νομίζουν τουλάχιστον".
   "Είναι αλήθεια ο Μάθιου κάνει σαν παλαβός για το κορίτσι", είπε ο σταβλίτης, πιάνοντας τον καπετάνιο από το μπράτσο κι οδηγώντας τον προς το πίσω μέρος του στάβλου, όπου κι έμενε. "Εχω τσάι στην φωτιά και μια μποτίλια ρούμι. Μπορείς να βρέξεις το λαιμό σου ώσπου να μαζώξω τα φαγιά που ζήτηξες".

   Ο Αλεξάντερ, τραβώντας τ' άλογο απ τα χάμουρα, ακολούθησε τον σταυλίτη, σταματώντας σαν φτάσανε ένα πορτί στα ζερβά τους που κατά πως φαινότανε οδηγούσε σ' ένα άλλο κτίσμα πιο μικρό, στα πλαϊνά του στάβλου.
   Βάζοντάς τ' άλογο σ' ένα χώρισμα οπού θα μπόραγε να μασουλά μπόλικο σανό μέχρι να ετοιμαστούν, ο καπετάνιος παρακολουθούσε τον σταυλίτη ν' ανάβει μια λάμπα και μετά να τρυπώνει σκυφτός απ το πορτί σε ένα αρκετά ευρύχωρο δωμάτιο μ' ένα κρεβάτι, καμπόσες ξύλινες καρέκλες, κάνα δυο μπαούλα, ένα τραπέζι με χαρτούρες και μια γωνιά για κουζίνα.
 Ο Τζακ ζούσε μοναχός του δίχως παρουσία θηλυκού - τούτο φαινόταν από τα λιγοστά υπάρχοντα κι απ την ακαταστασία με τα λερωμένα πιατικά στην τάβλα δίπλα απ την πήλινη σόμπα που χρησίμευε και για φούρνος.
  "Πιάσε κάνα καθαρό φλιτζάνι-άμα βρείς" έκανε ο σταβλίτης, δείχνοντας το τσαγιερό, "και βάλε όσο θες απ το εγγλέζικο μαυροζούμι", γέλασε αφήνοντας να φανούν τα σπασμένα του δόντια.
  Ο καπετάνιος γιόμισε μια πήλινη κούπα με χλιαρό τσάι απ' την τσαγιέρα κι έπιασε μια καρέκλα να ξαποστάσει το κορμί του, πότε δεν του άρεσε ιδιαίτερα η ιππασία μαθημένος στην αρμύρα της θάλασσας και την μυρουδιά του νοτισμένου καταστρώματος.
Ο Τζακ, παίρνοντας ένα αδειανό σακί απ' αλεύρι βάλθηκε να το γιομίζει τροφίματα, κάνοντας συνέχεια κύκλους μπροστά απ' τα ράφια του που χε τα τρόφιμα.
    "Χρειαζόμαστε μοναχά λίγο φαγί για απόψε-ίσως και κάνα δυο μπουκιές για πρωινό κι αυτό είν' όλο", του θύμισε ο καπετάνιος, βλέποντάς τον, πως κόντευε να γιομίσει το σακί..
   "Υπάρχει λόγος να πεινάσεις; Για τ' άλλο το τομάρι δε με πολυκόφτει" αποκρίθηκε βραχνά ο Τζακ. "Και κάτι ακόμα", είπε ο Αλεξάντερ καθώς θυμήθηκε, "θα θελα μια μποτίλια ρούμι".
   "Έγινε"απήντησε ο σταυλίτης, κι έκανε μια στροφή στο ράφι αρπάζοντας μια γιομάτη σχεδόν μποτίλια, πάτηξε λίγο πιο βαθιά τον φελό και τ' έριξε κι αυτό μες το σακί. "Οι νύχτες είναι παγερές πάνω στα βουνά , το ίδιο και τα πρωινά. Λίγο σπίρτο κάνει το αίμα να κυλά πιο ζεστά..."
    "Έτσι είναι" συμφώνησε γνέφοντας την κεφαλή ο καπετάνιος καθώς ήπιε την τελευταία γουλιά απ το τσάι του. Θα μπόραγε να πει πως το πιοτί ήταν για τον Ιερεμία, σαν τελευταία άνεση, κι όχι για τον ίδιο μα δεν το κανε. Ο Τζακ όπως και αρκετοί άλλοι στην πόλη δεν βλέπανε με καμιά συμπάθεια έναν σαν τον Ιερεμία.
    "Δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο", είπε και παίρνοντάς το τσουβάλι τράβηξε για το πορτάκι. "Θα θελα..."
     "Αν πεις κουβέντα για να με πλερώσεις θα σου ρίξω στα μούτρα"....
   Ο Αλεξάντερ χαμογέλασε. "Εντάξει, σου χρωστάω χάρη όμως, κι όπως και ναναι πάντα ξοφλάω τα χρέη μου, προπάντων όταν χρωστάω το τομάρι μου... Θα σε δω τα χαράματα".
   "Θα περιμένω και θα μαι έτοιμος μαζί με τους άλλους. Να ρθείς απ' την πίσω μεριά όπως και τώρα. Θα χω τις πόρτες ανοιχτές".
  Ο καπετάνιος πλησίασε στο χώρισμα που χε αφήσει τ' άλογο του, Βγάζοντας το στον διάδρομο ανέβηκε στη σέλα και τό 'στρεψε κατά τους λόφους. Γνέφοντας με το κεφάλι ανταπέδωσε τον χαιρετισμό του σταυλιτη, και τράβηξε στην έξοδο του στάβλου οπού κι ανάσανε βαθιά μόλις τον χτύπησε στο πρόσωπο το παγωμένο νυχτερινό αγέρι.
Στιγμές αργότερα έπαιρνε το βορεινό δρομάκι που οδηγούσε όξω απ την πόλη, πέρα στα βουνά...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Λογότυπο Αστραπής

zwani.com myspace graphic comments
Πατώντας

Εδώ

Θα λάβετε το λογότυπό μου
στο BLOG σας
Αστραπή